μελανοσπαλάκισσα

μελανοσπαλάκισσα
μελᾰνοσπᾰλάκισσα [pron. full] [ᾰκ], , fem. Adj.
A dark mole-coloured,

ἵππος PPetr.3p.159

(iii B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μελανοσπαλάκισσα — μελανοσπαλάκισσα, ἡ (Α) ως επίθ. αυτή που έχει το μαύρο σκούρο χρώμα τού ασπάλακα, τού τυφλοπόντικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + σπάλαξ, ακος] …   Dictionary of Greek

  • μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”